λιθολαβίδα

λιθολαβίδα
η
ιατρ. ειδική λαβίδα που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή λίθων οι οποίοι έχουν σχηματιστεί στην ουροδόχο ή χοληδόχο κύστη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιθολάβος — λιθολάβος, ὁ (Α) λιθολαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. τού λαμβάνω), πρβλ. δικο λάβος, εργο λάβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”